Γεννήθηκε στη Χαμουργιά του Καρά Ογλέ, κάπου στα βάθη της Ανατολίας.
Ο πατέρας του ήτανε μπεκρής και η μητέρα του πλύστρα.
Ο πατέρας του όλη μέρα έπινε και το βράδυ ξερνοβολούσε στις πανάκριβες μπουχάρες,
ενώ η μητέρα του, σαν καλή σύζυγος, τις καθάριζε και μετά τον κοπανούσε στα παΐδια
με το τσόκαρο.
Ο Μπουρδεϊμάν σπούδασε γυναικολογία, μιάς και του άρεσε να πειραματίζεται με το γυναικείο σώμα και τα υγρά του, ενώ παράλληλα παρακολουθούσε και μαθήματα εκτόπισης του εχθρού (ρέψιμο, κλάσιμο, εκτόξευση φλεμάτων κ.λ.)
Αγαπούσε τις τέχνες και τα γράμματα και συχνά ζωγράφιζε σε δημόσια
κτήρια γεννητικά όργανα και έγραφε φετιχιστικά ποιήματα, πράγμα που τον οδηγούσε
συχνά πυκνά στην τοπική ασφάλεια και από 'κει στην ψειρού.
Τον βγάζανε όμως πολύ σύντομα, διότι τους τα έκανε κουδούνια.
Ήταν μια έναστρη καλοκαιρινή βραδιά όταν έπαιξε ένα δελτίο
τζουκέι, κάτι σαν το σημερινό τζόκερ, και κέρδισε ένα κάρο φορτωμένο παράδες, τέσσερα
άλογα, δύο κουνελομάνες και ένα γουρούνι.
Δεν τα δήλωσε όμως στη εφορία και σύντομα του ήρθε κλήση.
Τότε ήταν που σκέφτηκε να πάρει το νόμο στα χέρια του.
Μάζεψε καμιά δεκαριά νοματαίους και ένα τσουβάλι κοριούς και κατευθύνθηκε προς το σεράι.
Τους νοματαίους τους ξαμόλησε στο σαλόνι και του κοριούς τους
απόληκε στα υπνοδωμάτια.
Οι νοματαίοι, σαν ατσούμπαλοι που ήταν, τα έκαναν όλα λαμπόγιαλο,
ενώ οι κοριοί με τη σειρά τους εγκαταστάθηκαν σε πανωσέντονα, κατωσέντονα και
μαξιλαροθήκες.
Η κατάσταση στο σεράι έγινε αμέσως αφόρητη και ο σουλτάνος
αναγκάστηκε να του παραδώσει την εξουσία, μαζί με τη γυναίκα του και την πεθερά
του.
Ο Μπουρδεϊμάν δέχτηκε με μεγάλη ευχαρίστηση το αναπάντεχο δώρο του σουλτάνου και έτσι έγινε σουλτάνος στη θέση του.
Ήταν τόσο δίκαιος, ποιο δίκαιος και από το Σωλομόντα, που δεν
παραμέρισε την γυναίκα και την πεθερά του σουλτάνου δημιουργώντας τες ψυχολογικά
προβλήματα, αλλά έκανε τη μεν γυναίκα του πόρνη και τη μεν πεθερά του αρχιτσατσά,
με την ιερά προϋπόθεση να βάλουν κόκκινο φωτάκι έξω από το σεράι.
Με δυο λόγια το έκανε μπουρδέλο.
Ιστορικοί αναφέρουν πως αυτός ήτανε που καθιέρωσε το κόκκινο φωτάκι έξω από τα μπουρδέλα.
Κατά τα άλλα όλα, κυνήγησε τους πάσης φύσεως κομπογιαννίτες, θέσπισε εργασιακούς νόμους και βρέθηκε στο πλευρό των συνταξιούχων.
Οι εργάτες θα δούλευαν τέσσερις φορές την εβδομάδα από τέσσερις ώρες, θα αμείβονταν με 48,2 μίσιους την ώρα, περίπου 12 σημερινά ευρώ, θα μπορούσαν να πάνε δώδεκα φορές στην τουαλέτα και να κολατσίσουν άλλες τόσες, ενώ αν ο εργοδότης τους απειλούσε με απόλυση, θα στέλνονταν εξορία στα βάθη της Αφρικής.
Στη σύνταξη θα έβγαιναν στα σαράντα οχτώ τους χρόνια.
Στους ήδη συνταξιούχους αποκατέστησε τις αδικίες δίνοντας τους πίσω αδίκως παρακρατηθέντα δώρα και επιδόματα, ενώ κατασκεύασε κτήρια και έφτιαξε χώρους για την αναψυχή τους.
Από πολλούς θεωρήθηκε ως πρόδρομος του Μαρξισμού.
Ποτέ δεν έκρυψε την αγάπη του για το ωραίο φύλο και θεώρησε αυτούς που το σνομπάρουν πεοκρούστες.
Πολλοί πιστεύουν πως βρίσκεται ακόμα και σήμερα, σώματι
και πνεύματι, ανάμεσά μας, ταλαιπωρώντας τους αριχαϊβανους, με τους οποίους και
μπλέξαμε, και προσπαθούν με κάθε τρόπο να τον συναντήσουν σε πάρκα, πλατείες
και λοιπούς δημόσιους χώρους, προκαλώντας πολλές φορές και το μένος των αρχών.
κείμενο: Θεοδωρίδης Βλαδίμηρος