Κάποτε δύο φίλοι ξαναβρίσκονται μετά από πολλά χρόνια. Έχουν ήδη γίνει
πατεράδες κι έχουν κόρες της παντρειάς.
Μετά λοιπόν από τα πρώτα τι
κάνεις, παντρεύτηκες, κλπ. αρχίζει ο διάλογος:
- Τι γίνεται έχεις παιδιά;
- Αμέ, έχω μία κόρη 23 ετών, λέει αυτός.
- Παντρεμένη; ρωτάει ο άλλος.
- Α! Που να στα λέω. Έγινε ένας γάμος κάτσε καλά. Τρεις μέρες γλεντούσαμε και χορεύαμε. Ρευόμασταν, κλάναμε, ξερνούσαμε ... Έπρεπε να ήσουν εκεί.
- Μπράβο, μπράβο, λέει ο άλλος.
- Αλλά δυστυχώς χώρισε μέσα σ ένα χρόνο λέει ο πατέρας.
- Τι κρίμα! λέει ο άλλος.
- Αμέ, έχω μία κόρη 23 ετών, λέει αυτός.
- Παντρεμένη; ρωτάει ο άλλος.
- Α! Που να στα λέω. Έγινε ένας γάμος κάτσε καλά. Τρεις μέρες γλεντούσαμε και χορεύαμε. Ρευόμασταν, κλάναμε, ξερνούσαμε ... Έπρεπε να ήσουν εκεί.
- Μπράβο, μπράβο, λέει ο άλλος.
- Αλλά δυστυχώς χώρισε μέσα σ ένα χρόνο λέει ο πατέρας.
- Τι κρίμα! λέει ο άλλος.
-
Α! σε έξι μήνες ξαναπαντρεύτηκε. Λέει ο πατέρας. Έγινε ένας γάμος
ιστορικός. Κράτησε μία βδομάδα. Ξηλώσαμε και τα καλώδια της Δ.Ε.Η. Καιρό είχε να δει ο κόσμος τέτοιο
γλέντι.
- Σώπα λέει ο άλλος. Τουλάχιστον πρόκοψε; ρωτάει.
- Μπα σε έξι μήνες ξανά χώρισε.
- Κρίμα ρε παιδί μου.
- Σώπα λέει ο άλλος. Τουλάχιστον πρόκοψε; ρωτάει.
- Μπα σε έξι μήνες ξανά χώρισε.
- Κρίμα ρε παιδί μου.
-
Α! Κανένα πρόβλημα. Ξαναπαντρεύτηκε. Κι έγινε ένας γάμος που κράτησε
δέκα μέρες. Σπάσαμε τους σωλήνες της ύδρευσης, γκρεμίσαμε ένα μαντρότοιχο ... Εκεί να ήσουν να έβλεπες γλέντια. Ο κόσμος ακόμα μιλάει.
Και
συνεχίζει: Αλήθεια εσύ έχεις παιδιά;
- Ναι έχω μία κόρη, λέει ο δεύτερος.
- Και τι δουλειά κάνει; ρωτάει ο άλλος.
- Ε, και η δικιά μου πουτάνα έγινε, αλλά δεν το γλεντήσαμε τόσο!
- Ναι έχω μία κόρη, λέει ο δεύτερος.
- Και τι δουλειά κάνει; ρωτάει ο άλλος.
- Ε, και η δικιά μου πουτάνα έγινε, αλλά δεν το γλεντήσαμε τόσο!